κυλιστός — fit for rolling masc nom sg κυλιστός fit for rolling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που μετακινήθηκε με κύλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλιστόν — κυλιστός fit for rolling masc acc sg κυλιστός fit for rolling neut nom/voc/acc sg κυλιστός fit for rolling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιστοῖς — κυλιστός fit for rolling masc/neut dat pl κυλιστός fit for rolling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιστοί — κυλιστός fit for rolling masc nom/voc pl κυλιστός fit for rolling masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλιστῷ — κυλιστός fit for rolling masc/neut dat sg κυλιστός fit for rolling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκύλιστος — εὐκύλιστος, ον (ΑΜ) αυτός που κυλίεται εύκολα. επίρρ... εὐκυλίστως (Α) με ευκύλιστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυλιστος (< κυλίνδω), πρβλ. α κύλιστος, τρι κύλιστος] … Dictionary of Greek
ακύλιστος — και ακύλητος και ακύλιγος, η, ο (Α ἀκύλητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κυλιστεί, να κινηθεί περιστροφικά νεοελλ. αυτός που δεν κυλίστηκε ή δεν κυλιέται κάπου αρχ. φρ. «ἀκύλιστος κραδίη», ψυχρή, ατρόμητη καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + κυλιστός… … Dictionary of Greek
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
τρικύλιστος — ον, Α 1. τρικυλίνδητος* 2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)] … Dictionary of Greek